μεσοχείμωνο

μεσοχείμωνο
και μισοχείμωνο (Μ μεσοχείμωνον)
το μέσο τού χειμώνα
νεοελλ.
1. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοχείμωνα
στα μέσα τού χειμώνα
2. παροιμ. «η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» — λέγεται στις περιπτώσεις άκαιρων ορέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + χειμώνα (πρβλ. κατα-χείμωνο, βαρυ-χείμωνο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσοχείμωνο — το η μέση του χειμώνα: Φοράει κοντομάνικο πουκάμισο το μεσοχείμωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μισοχείμωνο — το το μεσοχείμωνο, το μέσο, η καρδιά τού χειμώνα …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”